θείος

θείος
(I)
-α, -ο (AM θεῑος, α-, -ον, Α επικ. τ. θέειος και θεήιος, αιολ. τ. θήιος, λακων. τ. σείος)
1. αυτός που κατάγεται ή προέρχεται από τον θεό (ή τους θεούς) ή ο σταλμένος από θεό («θεῑον γένος», Ομ. Ιλ.)
2. αυτός που ανήκει ή είναι αφιερωμένος σε θεό, ιερός («θεία λειτουργία»)
3. αυτός που έχει την προστασία τού θεού ή τών θεών (α. «θείοι πατέρες» β. «θείων βασιλήων», Ομ. Οδ.)
4. αυτός που υπερβαίνει τις ανθρώπινες δυνάμεις, υπερφυσικός, τέλειος, έξοχος («θεῑος ἀνήρ», Πίνδ.)
5. το ουδ. ως ουσ. το θείο(ν)
α) η θεότητα, ο θεός
β) η θεία φύση
6. (το ουδ. πληθ. ως ουσ.) τα θεία
α) τα υπέργεια, τα μη εγκόσμια, τα ιερά και άγια
β) η θρησκεία («είναι αφοσιωμένος στα θεία»)
(μσν) φρ. «θεία ζωή» — η αιώνια ζωή
αρχ.
1. (παπ. και επιγρ.) αυτοκρατορικός («θεῑος ὅρκος» — ο όρκος που δινόταν από τον αυτοκράτορα)
2. (το ουδ. πληθ. ως ουσ.) τὰ θεῖα
α) οι ενέργειες και ιδιότητες τών θεών
β) τα θρησκευτικά θέματα.
επίρρ...
θείως και θεία (AM θείως)
1. με θεϊκό τρόπο, με θεία πρόνοια
2. έξοχα, λαμπρά (α. «μίλησε θεία» β. «θείως εἰρῆσθαι», Αριστοτ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < θε- (βλ. θεο-) + καταλ. -ιος.
ΠΑΡ. θειότης
αρχ.
θειάζω, θειόθεν, θειώ (Ι) θειώδης (Ι).
ΣΥΝΘ. Βλ. θειο-].
————————
(II)
και θειος, θηλ. θεία και θεια (AM θεῑος, θηλ. θεία)
ο αδελφός ή η αδελφή τού πατέρα ή τής μητέρας, καθώς και οι σύζυγοι τους, αντίστοιχα
νεοελλ.
1. ο εξάδελφος ή η εξαδέλφη τού πατέρα ή τής μητέρας, καθώς και οι σύζυγοι τους, αντίστοιχα
2. (συν. σε συνεκφορά με γυναικείο όνομα ή επίθετο) προσφώνηση σε ηλικιωμένο άνθρωπο σε ένδειξη σεβασμού ή οικειότητας.
[ΕΤΥΜΟΛ. Κατά την επικρατέστερη άποψη < θ. *θη- + κατάλ. -ειος. Συγγενές ως προς το θ. με τους αναδιπλασιασμένους τ. τήθη «γιαγιά» και τηθίς «θεία». Κατά το λατ. pro-avus «προπάππος» δημιουργήθηκε μτγν. αρχ. ελλ. τ. πρό-θειος «θείος τού πατέρα ή τής μητέρας». Ο όρος θείος είναι γενικότερος από τους πάτρως «αδελφός τού πατέρα» και μήτρως «αδελφός τής μητέρας», που δηλώνουν επί πλέον και τον γονέα τού οποίου ο θείος είναι αδελφός].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • θεῖος — 1 of masc nom sg θεῖος 2 one s father s masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • θείος — ο και θειος, ο αδελφός ή ξάδελφος του πατέρα ή της μητέρας κάποιου. α, ο 1. θεϊκός: Θείαβούληση. – Θεία πρόνοια. – Θεία χάρη. 2. θεσπέσιος, ανυπέρβλητος: Θεία αρμονία. 3. ιερός: Θεία κοινωνία. – Θεία λειτουργία …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • θεῖοι — θεῖος 1 of masc nom/voc pl θεῖος 2 one s father s masc nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • σεῖον — θεῖος 1 of masc acc sg (doric) θεῖος 1 of neut nom/voc/acc sg (doric) σείω shake aor imperat act 2nd sg (epic) σείω shake fut part act masc voc sg (epic) σείω shake fut part act neut nom/voc/acc sg (epic) σείω shake pres part act masc voc sg σείω …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • σείω — θεῖος 1 of masc/neut nom/voc/acc dual (doric) θεῖος 1 of masc/neut gen sg (doric aeolic) σείω shake aor subj act 1st sg (epic) σείω shake fut ind act 1st sg (epic) σείω shake pres subj act 1st sg σείω shake pres ind act 1st sg σείω shake aor ind… …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • σείων — θεῖος 1 of fem gen pl (doric) θεῖος 1 of masc/neut gen pl (doric) σείω shake fut part act masc nom sg (epic) σείω shake pres part act masc nom sg σεί̱ων , σεῖος of fem gen pl σεί̱ων , σεῖος of masc/neut gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • θεῖα — θεῖος 1 of neut nom/voc/acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • σεῖα — θεῖος 1 of neut nom/voc/acc pl (doric) σείω shake aor ind act 1st sg (epic) σεῖος of neut nom/voc/acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • σεῖε — θεῖος 1 of masc voc sg (doric) σείω shake pres imperat act 2nd sg σείω shake aor ind act 3rd sg (epic) σείω shake imperf ind act 3rd sg (homeric ionic) σεῖος of masc voc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • σεῖος — θεῖος 1 of masc nom sg (doric) σεῖος of masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”